Dictionary of Greek. 2013.
ξαπόσταμα — το, ατος ξεκούρασμα, ανάπαυση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξανάσασμα — το [ξανασαίνω] 1. αναπνοή, ανάσα 2. μτφ. ανάπαυση, ξεκούραση από κάματο, ξαπόσταμα … Dictionary of Greek